- πραγματομαθής
- -ές, Αγνώστης τών πραγμάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρᾶγμα, -ατος + -μαθής (< μάθος, τὸ < μανθάνω), πρβλ. νομο-μαθής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πραγματομαθής — skilled in business masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματομαθεῖς — πραγματομαθής skilled in business masc/fem acc pl πραγματομαθής skilled in business masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-μαθής — (AM μαθής) β συνθετικό λόγιας προέλευσης επιθέτων < αρχ. μαθής < μάθος < μανθάνω*, που σημαίνουν τον γνώστη, αυτόν που έχει μάθει και γνωρίζει κάτι.Παραδείγματα σύνθ. σε μαθής: αμαθής, αρτιμαθής, αυτομαθής, δυσμαθής, ευμαθής, ημιμαθής,… … Dictionary of Greek